λογίζομαι

λογίζομαι
1. μετ. считать (кем-чем-л.);

εις ουδέν λογίζομαι — ни во что не ставить;

2. αμετ. считать себя (кем-чем-л.), причислять, относить себя (к кому-чему-л.); считаться (кем-чём-л.);

λογίζομαι ευτυχής — а) я считаю себя счастливым; — б) меня считают счастливым


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λογίζομαι" в других словарях:

  • λογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λογίζομαι — count pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — λογίστηκα, λογισμένος 1. θεωρούμαι, λογιέμαι, λογαριάζομαι: Λογίζεται σοφός. 2. σκέφτομαι, λογαριάζω: Λογίζομαι το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λελογισμένα — λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc pl λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc/acc dual λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζεσθε — λογίζομαι count pres imperat mp 2nd pl λογίζομαι count pres ind mp 2nd pl λογίζομαι count imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένον — λογίζομαι count perf part mp masc acc sg λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένων — λογίζομαι count perf part mp fem gen pl λογίζομαι count perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογίσμεθα — λογίζομαι count perf ind mp 1st pl λογίζομαι count plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζομένων — λογίζομαι count pres part mp fem gen pl λογίζομαι count pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζόμεθα — λογίζομαι count pres ind mp 1st pl λογίζομαι count imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»