λογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λογίζομαι — count pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — λογίστηκα, λογισμένος 1. θεωρούμαι, λογιέμαι, λογαριάζομαι: Λογίζεται σοφός. 2. σκέφτομαι, λογαριάζω: Λογίζομαι το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λελογισμένα — λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc pl λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc/acc dual λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίζεσθε — λογίζομαι count pres imperat mp 2nd pl λογίζομαι count pres ind mp 2nd pl λογίζομαι count imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελογισμένον — λογίζομαι count perf part mp masc acc sg λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελογισμένων — λογίζομαι count perf part mp fem gen pl λογίζομαι count perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελογίσμεθα — λογίζομαι count perf ind mp 1st pl λογίζομαι count plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιζομένων — λογίζομαι count pres part mp fem gen pl λογίζομαι count pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιζόμεθα — λογίζομαι count pres ind mp 1st pl λογίζομαι count imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)